περιωπή — place commanding a wide view fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωπῇ — περιωπέω gaze around upon pres subj mp 2nd sg περιωπέω gaze around upon pres ind mp 2nd sg περιωπέω gaze around upon pres subj act 3rd sg περιωπή place commanding a wide view fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωπή — η, ΝΜΑ ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα νεοελλ. 1. εξέχουσα θέση 2. φρ. α) «άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής 3. «από περιωπής» i)… … Dictionary of Greek
περιωπή — η 1. τόπος ψηλός, ξάγναντος, σκοπιά. 2. υψηλή κοινωνική θέση: Άνθρωπος περιωπής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιωπῆι — περιωπῇ , περιωπέω gaze around upon pres subj mp 2nd sg περιωπῇ , περιωπέω gaze around upon pres ind mp 2nd sg περιωπῇ , περιωπέω gaze around upon pres subj act 3rd sg περιωπῇ , περιωπή place commanding a wide view fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωπαῖς — περιωπή place commanding a wide view fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωπαί — περιωπή place commanding a wide view fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωπήν — περιωπή place commanding a wide view fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek